χορτοφαγικός

χορτοφαγικός
vejetaryen, etyemez

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χορτοφαγικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορτοφαγία ή στον χορτοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορτοφάγος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”